-
1 basamak
σκαλοπάτι, σκαλί -
2 подножка
подножка ж 1) (вагона и т. п.) η αποβάθρα, το σκαλοπάτι 2) (удар новой) η τρικλοποδιά* * *ж1) (вагона и т. п.) η αποβάθρα, το σκαλοπάτι2) ( удар ногой) η τρικλοποδιά -
3 ступень
ступень ж 1) το σκαλοπάτι, ηг βαθμίδα 2) (степень) о βαθμός* * *ж1) το σκαλοπάτι, η βαθμίδα2) ( степень) ο βαθμός -
4 ступенька
-
5 подножка
(висячая ступенька для входа в вагон и т.п.) το υποπόδιο, το σκαλοπάτι (του αμαξώματος, αμαξιού κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подножка
-
6 проступь
(ступень лестницы) το σκαλοπάτι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проступь
-
7 скобтрап
мор. το σκαλοπάτι από ράβδο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скобтрап
-
8 ступень
1. (часть системы) η βαθμίδα, ο όροφοςпосадочная - косм. о όροφος της καθόδου- ракеты орбитальная ο όροφος μετάβασης στην τροχιά, το τροχιακό σκάφος2. (этап в развитии чего-л.уровень степень развития чего-л.) о βαθμός, το επίπεδο3. (лестницы) το σκαλοπάτι, η βαθμίδα 4. (разряд, подразделение в структуре чего-л.) о βαθμός 5. муз. η βαθμίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ступень
-
9 ступенька
το σκαλοπάτι, το σκαλί.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ступенька
-
10 нижний
ни́жн||ийприл κατώτερος:\нижнийяя ступенька τό κάτω σκαλί, τό τελευταίο σκαλοπάτι· \нижнийяя часть города ἡ κάτω πόλις· \нижнийее течение реки́ ὁ κάτω ρους τοῦ ποταμού· \нижний этаж τό ϊσόγειο[ν]· \нижнийяя палуба τό ὑπόφραγμα· \нижнийее белье τά ἐσώρ-ρουχα· \нижнийяя юбка ἡ μεσόφουστα, τό με-σοφόρι· ◊ \нижнийяя палата полит ἡ κάτω Βουλή. -
11 ступень
ступен||ьж1. (лестницы) τό σκαλοπάτι, ἡ βαθμίς·2. (степень) ὁ βαθμός:на высшей \ступеньи στόν ἀνώτατο βαθμό. -
12 ступенька
ступен||ькаж (лестницы) τό σκαλοπάτι, τό σκαλί. -
13 rung
-
14 stair
[steə]((any one of) a number of steps, usually inside a building, going from one floor to another: He fell down the stairs.) σκαλί,σκαλοπάτι- stairway -
15 stile
(a step, or set of steps, for climbing over a wall or fence.) σκαλοπάτι(α) για υπερπήδηση φράχτη -
16 tread
[tred] 1. past tense - trod; verb1) (to place one's feet on: He threw his cigarette on the ground and trod on it.) πατώ2) (to walk on, along, over etc: He trod the streets looking for a job.) περπατώ3) (to crush by putting one's feet on: We watched them treading the grapes.) τσαλαπατώ2. noun1) (a way of walking or putting one's feet: I heard his heavy tread.) βήμα2) (the grooved and patterned surface of a tyre: The tread has been worn away.) πέλμα ελαστικού3) (the horizontal part of a step or stair on which the foot is placed.) σκαλοπάτι• -
17 ступень
[στουπιέν"] ουσ. θ. σκαλοπάτι -
18 ступень
[στουπιέν"] ουσ θ σκαλοπάτι -
19 лестничный
επ.της σκάλας•-ая перила τα κάγκελα της σκάλας•
-ая ступенька σκαλοπάτι.
-
20 подножка
-и θ.1. σκαλοπάτι οχημάτων, το μαρσεπιέ.2. η τρικλοποδιά•дать -у βάζω τρικλοποδιά.
3. παλ. τάπητας (που στέκονται οι νεόνυμφοι κατά το στεφάνωμα).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκαλοπάτι — το, Ν βαθμίδα κλίμακας, σκαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + πατώ (πρβλ. μονο πάτι)] … Dictionary of Greek
σκαλοπάτι — το βαθμίδα, σκαλί: Πόσα σκαλοπάτια έχει αυτή η σκάλα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβατήρας — ( τήρ), ο 1. σκαλοπάτι, σκάλα 2. ανελκυστήρας, ασανσέρ 3. σκαλοπάτι οχήματος, μαρσπιέ 4. ο αναβολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβαίνω. Η λ. με τη σημασία «σκαλοπάτι οχήματος» μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] … Dictionary of Greek
βαθμίδα — Το σκαλί, το σκαλοπάτι· η σκαλιέρα των ναυτικών· το κάθισμα σε ένα αμφιθέατρο· η θέση, η τάξη που καταλαμβάνει κάποιος στη σταδιοδρομία του. (Γεωλ.) Χαρακτηρίζονται β. οι υποδιαιρέσεις τις οποίες καθιέρωσαν οι γεωλόγοι για κάθε σειρά ιζηματογενών … Dictionary of Greek
κοντοσκάλι(ον) — και κοντόσκαλο, τὸ (Μ) το σκαλοπάτι που βρίσκεται πιο κοντά στο έδαφος, το χαμηλότερο σκαλοπάτι σκάλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + σκαλί(ον)] … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… … Dictionary of Greek
αναβαθμίδα — η (Α ἀναβαθμίς) σκαλί, σκαλοπάτι νεοελλ. 1. μικρή φορητή σκάλα 2. Στρ. επικλινής επιχωμάτωση με την οποία ανεβάζουν στα οχυρώματα το πυροβόλο στη θέση μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βαθμίς] … Dictionary of Greek
αναβαθμός — ο (Α ἀναβαθμὸς) [ἀναβαίνω] σκάλα, σκαλοπάτι μσν. αντιφωνικό τροπάριο αρχ. κινητή, φορητή σκάλα … Dictionary of Greek
αναπαυτήριος — ια, ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, ον) [ἀναπαύω] 1. ο κατάλληλος για ανάπαυση 2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ.… … Dictionary of Greek
αναφορέας — ο (Α ἀναφορεύς) 1. ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο του άκρες στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλιώς μανέλα νεοελλ. αναβατήρας, εξωτερικό σιδερένιο σκαλοπάτι σε βαγόνι τραίνου ή αμάξι, μαρσπιέ… … Dictionary of Greek